ἐντιμότερον

ἐντιμότερον
ἐντῑμότερον , ἔντιμος
in honour
adverbial comp
ἐντῑμότερον , ἔντιμος
in honour
masc acc comp sg
ἐντῑμότερον , ἔντιμος
in honour
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομφύνω — ὀμφύνω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφύνειν αὔξειν, σεμνύνειν, ἐντιμότερον ποιεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί ίσως παρ. τής λ. ὄμπνη «δημητριακός καρπός για τροφή». Αλλά, τόσο η μορφή όσο και η σημασία του υποδηλώνουν πιθανή επίδραση τής λ. ὀμφή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”